Η πολιτική πάσχει από…πολιτικούς και η νέα γενιά από όσα θα μπορούσαν να την εμπνεύσουν
Τη στιγμή που η κοινωνία προσπαθεί να προχωρά με βήματα που μεγαλώνουν συνεχώς, η πολιτική επιμένει να μένει στάσιμη, σαν κασέτα που γυρίζει στο ίδιο σημείο. Σαν μία παλιά VHS που παίζει ξανά και ξανά τα ίδια πλάνα: πρόσωπα που θεωρούν ότι εκπροσωπούν τη χώρα, αλλά στην πραγματικότητα εκπροσωπούν μόνο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες.
Η κοινωνία προχωρά, οι ανάγκες μεταβάλλονται, η νέα γενιά ψάχνει γλώσσα που να την εκφράζει, περιεχόμενο, αλήθεια. Αντ’ αυτού βρίσκει μπροστά της ένα πολιτικό σύστημα που μπερδεύει την ουσία με τα likes.
Αυτό το χάσμα δεν μικραίνει. Μόνο μεγαλώνει.
Πώς η πολιτική συνεχίζει να απογοητεύει τη νέα γενιά
Αυτό που δύσκολα γίνεται κατανοητό, είναι ότι οι νεότεροι σε ηλικία δεν αδιαφορούμε για την πολιτική. Απογοητευόμαστε από αυτή. Και κάθε εβδομάδα, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, μας προσφέρεται απλόχερα ένα ακόμα παράδειγμα που δικαιώνει αυτήν την απόσταση.
Δεν είναι έλλειψη ενδιαφέροντος, λοιπόν. Είναι υπερβολική δόση παρωχημένων νοοτροπιών, θεατρινισμού και αυτοαναφορικότητας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι.
Η πρόσφατη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά ήταν μία τέτοια περίπτωση. Ένα οπτικοακουστικό ταξίδι στο παρελθόν, με απόψεις που μοιάζουν να ανήκουν σε μία προ – social media εποχή, προ – κρίσεων, γενικά προ – πραγματικότητας. Στημένες ερωτήσεις, σκηνικό ξεχασμένης τηλεοπτικής δεκαετίας και ένας τόνος που απευθύνεται σε όσους θέλουν να ακούν τα ίδια, ακόμα και αν ο κόσμος έξω έχει αλλάξει τουλάχιστον δέκα φορές. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα κοινό που αποκρίνεται θετικά και ίσως αυτό να είναι το ανησυχητικό.
Από την άλλη, το θέαμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που παρουσίασε το πρόγραμμά της μέσα από πολλές εκδοχές AI του εαυτού της, άγγιξε τα όρια του τραγελαφικού. Δεν φταίει η τεχνητή νοημοσύνη. Η χρήση της φταίει. Αντί να λειτουργήσει ως εργαλείο εξήγησης και διαλόγου, έγινε gimmick. Εύκολος εντυπωσιασμός με μηδενική προστιθέμενη αξία. Το πολιτικό μήνυμα «θάφτηκε» κάτω από τη φαντεζί αναπαράσταση του «εγώ» της.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, έχουμε και τα τρανά παραδείγματα των Αλέξη Τσίπρα και Βασίλη Παπαγεωργόπουλου που στράφηκαν στη συγγραφή. Φυσικά, το προβληματικό δεν είναι να γράφει κανείς βιβλία, τουναντίον. Το παράδοξο όμως γεννιέται όταν μοιάζει η πολιτική ως ενδιάμεση στάση πριν το πραγματικό όνειρο. Όταν η δημόσια παρουσία γίνεται «προθέρμανση» για μία καριέρα πιο βολική, πιο προσωπική, πιο αποστασιοποιημένη από το χάος του δημόσιου χώρου.
Η ουσία που λείπει
Δεν ζητάμε πολλά. Διαφάνεια, ειλικρίνεια, ουσιαστικό διάλογο με πολιτικούς που δεν μας βλέπουν ως κοινό, αλλά ως συνομιλητές και πολιτικούς που ακούν και έχουν διάθεση να εξελιχθούν. Αντ’ αυτού αντιμετωπίζουμε μία πολιτική τάξη που αναπαράγει παλιές συνταγές με πρόχειρη σύγχρονη σκηνοθεσία.
Τη στιγμή που ζητάμε κοινωνική εξέλιξη, παίρνουμε πολιτικούς που μοιάζουν αποφασισμένοι να πατούν pause στην πραγματικότητα. Αντί για θεσμική σοβαρότητα, παίρνουμε performance, άλλοτε κουρασμένο και άλλοτε φθηνά θεαματικό.
Όσο, λοιπόν, η πολιτική γίνεται θέαμα, όσο η επικοινωνία υποκαθιστά την ουσία και όσο η προσωπική αφήγηση προηγείται της συλλογικής, τόσο θα απομακρυνόμαστε. Όχι από βαρεμάρα, αλλά από αξιοπρέπεια.