Η νέα γεωγραφία της πολιτικής φθοράς
Τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του Νοεμβρίου και ποιες στρατηγικές ανοίγονται για τα κόμματα.
Η πολιτική σκηνή των τελευταίων μηνών αποτυπώνεται με ακόμη μεγαλύτερη καθαρότητα στις δημοσκοπήσεις του Νοεμβρίου. Οι τρεις μετρήσεις που δημοσιεύθηκαν χθες συγκλίνουν σε μια εικόνα που συνδυάζει σταθερότητα στην κορυφή, κόπωση στη μέση και έντονη κινητικότητα στο περιθώριο του κομματικού συστήματος. Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί καθαρό προβάδισμα και αξιοσημείωτη συσπείρωση, όμως ταυτόχρονα αναδεικνύεται μια ευρύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια η οποία επηρεάζει τη συνολική αξιολόγηση της κυβέρνησης και δημιουργεί μικρά αλλά συνεχή ρήγματα στην επιρροή της. Το ΠΑΣΟΚ κινείται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στις υψηλές προσδοκίες που καλλιέργησε στις αρχές του έτους και στην πραγματική πίεση που δέχεται από όλες τις πλευρές. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναζήτηση ταυτότητας. Τα αντισυστημικά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς παραμένουν ο βασικός αποδέκτης του διάχυτου θυμού που ωριμάζει στην κοινωνία. Και ταυτόχρονα το φάσμα νέων κομμάτων από τον Αντώνη Σαμαρά ή τον Αλέξη Τσίπρα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αβεβαιότητας μέσα σε ένα έτσι κι αλλιώς ρευστό σκηνικό.
Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζεται σταθερή ως προς τη διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ σε πάνω από διπλάσια ποσοστά. Οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν σε ένα προβάδισμα άνω των 15 μονάδων στην εκτίμηση ψήφου, ενώ η συσπείρωση ξεπερνά συχνά το 70%, ποσοστό σπάνιο για κυβέρνηση που διανύει την έκτη της χρονιά. Η εικόνα του πρωθυπουργού παραμένει κυρίαρχη σε σχέση με τους πολιτικούς του ανταγωνιστές. Παρ’ όλα αυτά η αρνητική αξιολόγηση της κυβέρνησης κινείται σε υψηλά επίπεδα και κάθε νέα δημοσκόπηση καταγράφει μια δυναμική που προσομοιάζει με ήπια καθίζηση. Η ακρίβεια, το ενεργειακό, η στασιμότητα εισοδημάτων και η αίσθηση ότι οι θεσμοί αντιμετωπίζουν πίεση από την υπερσυγκέντρωση εξουσίας δημιουργούν ένα υπόστρωμα δυσφορίας που τροφοδοτεί μικρές αλλά επαναλαμβανόμενες διαρροές προς τη δεξιά περιφέρεια του συστήματος.
Το κρίσιμο στοιχείο για τη Νέα Δημοκρατία είναι το πώς λειτουργεί το ειδικό κοινό των αποσυσπειρωμένων ψηφοφόρων της. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα τμήμα αυτών εξετάζει το ενδεχόμενο ψήφου στην Ελληνική Λύση ή στη Φωνή Λογικής, ενώ ένα άλλο τμήμα παρακολουθεί με ενδιαφέρον το ενδεχόμενο πολιτικής επανεμφάνισης του Αντώνη Σαμαρά. Το ζήτημα δεν αφορά την εκλογική ισχύ του σκληρού πυρήνα των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος παραμένει σταθερός, αλλά την περιφερειακή της δεξαμενή, εκεί όπου οι απώλειες αθροίζονται και δημιουργούν τη σταδιακή απώλεια της ορατότητας προς μια νέα αυτοδυναμία. Η στρατηγική της κυβέρνησης πρέπει να κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία χρειάζεται μια αξιόπιστη πολιτική καθημερινότητας, με στοχευμένες παρεμβάσεις στα εισοδήματα και στην τιμολόγηση των βασικών αγαθών. Από την άλλη πρέπει να ξαναχτίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων που αισθάνονται ότι η κυβέρνηση απομακρύνθηκε από τις εκλογικές τους προσδοκίες. Κάθε καθυστέρηση σε αυτό το πεδίο αφήνει χώρο σε μικρότερα δεξιά κόμματα να προσφέρουν μια εύκολη αλλά απλουστευτική διέξοδο.
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πιο περίπλοκη θέση. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μεν μια σταθεροποίηση στο 10 με 12%, ωστόσο οι μετακινήσεις από και προς το κόμμα δείχνουν ότι η καθαρή του εικόνα είναι πιο εύθραυστη από ό,τι αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα. Οι απώλειες προς τη Νέα Δημοκρατία είναι σημαντικές και αγγίζουν έναν στους δέκα ψηφοφόρους που στήριξαν το κίνημα στις ευρωεκλογές. Η εισροή ψηφοφόρων από τη Νέα Δημοκρατία παραμένει περιορισμένη. Παράλληλα υπάρχει διαρροή προς τη Πλεύση Ελευθερίας και προς τα Δεξιά, που υποδεικνύει ότι ένα τμήμα του κεντροαριστερού εκλογικού σώματος αναζητά πιο υπεύθυνες η πιο ριζοσπαστικές πολιτικές επιλογές. Η εικόνα αυτή υποχρεώνει το ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στη διατύπωση ενός καθαρού προγραμματικού στίγματος. Διαφορετικά η συσπείρωση θα παραμείνει περιορισμένη και το κόμμα θα συνεχίσει να χάνει τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά.
Η κεντροαριστερή στρατηγική του Νίκου Ανδρουλάκη χρειάζεται να απαντήσει σε δύο διαφορετικά ακροατήρια. Στους κεντρώους ψηφοφόρους που μετακινούνται προς τη Νέα Δημοκρατία οφείλει να παρουσιάσει μια πρόταση που συνδυάζει μεταρρυθμιστικό ρεαλισμό και κοινωνική προστασία, με τρόπο που να προσφέρει ασφάλεια χωρίς να γίνεται κυβερνητικό συμπλήρωμα. Στους ψηφοφόρους που κινούνται προς την Πλεύση και τον ΣΥΡΙΖΑ απαιτείται μια δόση προγραμματικής τόλμης, με θεματικές γύρω από την πράσινη μετάβαση, τα κοινωνικά δικαιώματα, τη θεσμική διαφάνεια και τη δημοκρατική λογοδοσία. Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται επίσης να απαντήσει στο ερώτημα του ρόλου του στη μελλοντική κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι δεν ανταποκρίνονται σε σχήματα προσωπικής αντιπαράθεσης. Αντίθετα αναζητούν αξιόπιστο σχέδιο. Αν το ΠΑΣΟΚ επιχειρήσει να γίνει ο βασικός αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας χωρίς να έχει χτίσει συνεκτικό αφήγημα, τότε η στασιμότητα θα παγιωθεί και η πολιτική επιρροή του θα περιοριστεί στη ζώνη του δέκα τοις εκατό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο πιο ρευστό σημείο της ιστορίας του μετά το 2012. Το επερχόμενο κόμμα Τσίπρα, πρακτικά το έχει ακυρώσει πολιτικά μετατρέποντάς το σε «κόμμα υπό αίρεση». Τα ευρήματα δείχνουν μεγάλη διασπορά των ψηφοφόρων του επίσης προς την Πλεύση Ελευθερίας, το ΜέΡΑ25 και το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη. Το κόμμα δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποσαφηνίσει τη νέα του ταυτότητα μετά τη διπλή του μετάβαση από κυβερνητική εμπειρία σε εσωτερική διάσπαση. Και οι δημοσκοπήσεις προειδοποιούν ότι η γραμμή της αμφισημίας τροφοδοτεί τη διαρροή των ψηφοφόρων.
Η αντισυστημική Δεξιά και η αντισυστημική Αριστερά αποτελούν τα δύο άκρα μιας νέας πολιτικής γεωγραφίας σε ένα κατακερματισμένο τοπίο. Η Ελληνική Λύση παρουσιάζει σταθερή άνοδο, που ενισχύεται από τη δυσαρέσκεια τμημάτων της παραδοσιακής δεξιάς βάσης με την κυβερνητική διαχείριση. Η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου λειτουργεί ως έκφραση μιας σκληρά ταυτοτικής δεξιάς που αισθάνεται πολιτικά άστεγη. Στην άλλη πλευρά η Πλεύση Ελευθερίας συνεχίζει να έχει μεγάλη απήχηση σε ψηφοφόρους που νιώθουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαντλήσει τη δυνατότητα ριζοσπαστισμού του. Το ΜέΡΑ25 αποκτά ξανά ζωτικότητα καθώς η κοινωνική πίεση από την ακρίβεια και την επισφάλεια βοηθά τον λόγο του Γιάνη Βαρουφάκη. Το Κίνημα Δημοκρατίας στηρίζεται στην προσωπική αναγνωρισιμότητα του Στέφανου Κασσελάκη και κινείται σε κοινά που άλλοτε ανήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά συνθέτουν μια πολιτική συνθήκη όπου τα μικρά κόμματα δεν περιορίζονται στον ρόλο του περιθωρίου. Καταγράφουν σημαντικές ροές από τα τρία κυβερνητικά κόμματα και διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που καθιστά κάθε μελλοντική κυβέρνηση δύσκολη ως προς τη σταθερότητα και τη διάρκεια. Το εκλογικό σώμα εκφράζει έναν διάχυτο θυμό. Αυτός ο θυμός δεν έχει ένα ενιαίο ιδεολογικό πρόσημο. Στρέφεται άλλοτε προς τους θεσμούς, άλλοτε προς τα κόμματα εξουσίας, άλλοτε προς την οικονομική πολιτική και άλλοτε προς την αίσθηση ότι η χώρα διοικείται χωρίς κοινωνική ευαισθησία. Όσο αυτός ο θυμός βρίσκει διέξοδο σε αντισυστημικά σχήματα, τόσο το κομματικό σύστημα θα συνεχίσει να αποδιοργανώνεται.
Η συζήτηση γύρω από τα ενδεχόμενα νέα κόμματα Τσίπρα και Σαμαρά προσθέτει ένα δεύτερο επίπεδο πολυπλοκότητας. Στην περίπτωση Σαμαρά τα δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι δεν θα αποσπάσει σημαντικό ποσοστό από τον σκληρό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας του σήμερα, αλλά μπορεί να συγκεντρώσει μερίδιο των αποσυσπειρωμένων, δηλαδή ψηφοφόρους που έχουν προσωρινά εγκαταλείψει το κυβερνών κόμμα και κοιτούν προς τη δεξιά περιφέρεια. Μια τέτοια κίνηση θα ενίσχυε την ήδη υπάρχουσα πολυδιάσπαση στη δεξιά και θα έθετε εμπόδια σε κάθε στρατηγική αυτοδυναμίας. Στην περίπτωση Τσίπρα το ζήτημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Η ύπαρξη ενός νέου κόμματος που θα διεκδικούσε το κεντρικό αφήγημα της αριστερής αντιπολίτευσης θα ενίσχυε τη ρευστότητα του χώρου, διαμοιράζοντας περαιτέρω ένα ήδη πολυδιασπασμένο εκλογικό σύνολο. Η πιθανή επιτυχία ενός νέου φορέα Τσίπρα θα είχε περισσότερο κατακερματιστικό χαρακτήρα παρά ενοποιητικό.
Το συνολικό συμπέρασμα από όλες τις μετρήσεις είναι ότι εισερχόμαστε σε μια περίοδο αυξημένης πολιτικής μεταβλητότητας. Η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να διατηρεί σαφές προβάδισμα, με κύριο στοιχείο την κυβερνητική σταθερότητα και την πρωθυπουργική καταλληλότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όμως το προβάδισμα αυτό αν και παρέχει πολιτική κυριαρχία δεν δείχνει ικανό να εξασφαλίσει άμεσα την κυβερνητική αυτοδυναμία. Το ΠΑΣΟΚ έχει μεν τη δυνατότητα να ισχυροποιήσει τη θέση του, όμως χρειάζεται καθαρό πολιτικό στίγμα και ο χρόνος δείχνει να μην είναι υπέρ του Νίκου Ανδρουλάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μία εσωτερική διαδρομή που απαιτεί ξεκάθαρες αποφάσεις, ειδικά σε σχέση με τις πρωτοβουλίες του Αλέξη Τσίπρα. Τα μικρά κόμματα αναδεικνύονται ακρογωνιαίοι λίθοι μιας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και διαρκή διαπραγμάτευση με τις κοινωνικές ευαισθησίες. Και τα σενάρια για τα νέα κόμματα επιβαρύνουν την ήδη εύθραυστη ισορροπία.
Η πολιτική μάχη των επόμενων μηνών μέχρι τις εκλογές θα κριθεί στη διαχείριση της καθημερινότητας και στην αξιοπιστία των προτάσεων. Το εκλογικό σώμα ζητά ηγεσίες που κατανοούν την πίεση της ακρίβειας, που προτείνουν εφαρμόσιμες λύσεις και που αποφεύγουν τον πειρασμό των εύκολων συνθημάτων. Όποιος πολιτικός χώρος καταφέρει να μετατρέψει την κοινωνική δυσφορία σε παραγωγική σχέση εμπιστοσύνης θα βρεθεί σε καλύτερη θέση όταν ανοίξει ο εκλογικός κύκλος. Τα δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν πως αυτό απαιτεί όχι μόνο τεχνική επάρκεια αλλά και πολιτικό θάρρος. Έτσι γράφεται το επόμενο κεφάλαιο της ελληνικής πολιτικής ζωής.