Η ενεργειακή σύνοδος της Αθήνας ως ευκαιρία γεωπολιτικής αυτοπεποίθησης
Από τη Ρεβυθούσα έως την Αλεξανδρούπολη, το ενεργειακό αποτύπωμα της χώρας έχει αλλάξει δραματικά την τελευταία πενταετία.
Η Αθήνα μετατρέπεται αυτές τις μέρες στο επίκεντρο της ενεργειακής διπλωματίας της Ανατολικής Μεσογείου. Η διεξαγωγή του συνεδρίου Partnership for Transatlantic Energy Cooperation (P-TEC), σε συνδυασμό με τη σύνοδο του σχήματος 3+1 (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ + ΗΠΑ), σηματοδοτεί κάτι πολύ βαθύτερο από μια ακόμη θεσμική πρωτοβουλία: αποτελεί τη θεσμική επικύρωση της αναβαθμισμένης θέσης της Ελλάδας ως ενεργειακού, γεωπολιτικού και οικονομικού κόμβου. Είναι η πρώτη φορά που στην Αθήνα συναντώνται τόσοι κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι σε ενεργειακό και στρατηγικό επίπεδο, την ώρα που η νέα πρέσβης των ΗΠΑ, Κίμπερλι Γκιλφόιλ, πραγματοποιεί την πρώτη της δημόσια εμφάνιση, εκπέμποντας το μήνυμα πως η Ουάσιγκτον βλέπει την Ελλάδα όχι απλώς ως εταίρο, αλλά ως κρίσιμο παράγοντα σταθερότητας και διαφοροποίησης ενεργειακών ροών στην Ευρώπη.
Στην Αθήνα θα συμμετάσχουν ενεργειακοί υπουργοί από 25 χώρες της περιοχής, ενώ η πολυπληθής αμερικανική αντιπροσωπεία θα περιλαμβάνει τον Υπουργό Ενέργειας Chris Wright, τον Υπουργό Εσωτερικών και επικεφαλής της Επιτροπής Ενεργειακής κυριαρχίας Doug Burgum μαζί με το αρμόδιο στέλεχος του State Department Michael Rigas. Η παρουσία του Υπουργού Ενέργειας των ΗΠΑ , του Υπουργού Εσωτερικών και επικεφαλής του Συμβουλίου για την Αμερικανική Κυριαρχία, για δεύτερη φορά σε λίγους μήνες καθώς και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών, αποτελεί ξεκάθαρα μια πολιτική πράξη από τη διοίκηση Τράμπ. Μετά από μια περίοδο παλινωδιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε πλήρη συντονισμό με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, επενδύουν στρατηγικά στη δημιουργία ενός ενεργειακού διαδρόμου που θα μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και θα περιορίσει τη γεωπολιτική επιρροή της Μόσχας. Ο στόχος τους είναι σαφής καθώς η Ανατολική Μεσόγειος να εξελιχθεί σε αξιόπιστο, δυτικό ενεργειακό κόμβο, με την Ελλάδα στον ρόλο του διακομιστή, της χώρας που συνδέει, υποδέχεται, αποθηκεύει και μεταφέρει ενέργεια από τον Νότο και τη Δύση προς την καρδιά της Ευρώπης.
Η επιλογή της Ελλάδας μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι. Από τη Ρεβυθούσα έως την Αλεξανδρούπολη, το ενεργειακό αποτύπωμα της χώρας έχει αλλάξει δραματικά την τελευταία πενταετία. Η λειτουργία του FSRU της Αλεξανδρούπολης, η αναβάθμιση της Ρεβυθούσας, η προώθηση νέων διασυνδέσεων με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία, αλλά και η επαναφορά των ερευνών νοτίως της Κρήτης, συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο εθνικό αφήγημα ενεργειακής αυτονόμησης και περιφερειακής επιρροής. Πίσω από κάθε επένδυση υποδομής, βρίσκεται ένα πολιτικό σχέδιο που μετατρέπει τη χώρα από παθητικό καταναλωτή ενέργειας σε εξαγωγικό κόμβο σταθερότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, η αμερικανική παρουσία στην Αθήνα αποκτά και συμβολική και ουσιαστική διάσταση, επενδύοντας μεθοδικά στην εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η χώρα καθίσταται συνομιλητής πρώτης γραμμής για ζητήματα που μέχρι πρότινος καθορίζονταν αποκλειστικά μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας. Ενώ η Τουρκία εξακολουθεί να ελέγχει τμήμα της ροής ρωσικού αερίου προς τα Βαλκάνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφονται αποφασιστικά προς την Ελλάδα ως τον εναλλακτικό διάδρομο για τη μεταφορά αμερικανικού LNG στην ευρωπαϊκή αγορά. Η αλλαγή αυτή, πέρα από οικονομική, έχει βαθιά γεωπολιτική σημασία καθώς υπονομεύει την ενεργειακή επιρροή της Άγκυρας και αποδυναμώνει τη ρωσική στρατηγική διείσδυση στην περιοχή.
Η συγκυρία παρουσιάζεται ως μοναδική. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη μετατόπιση του ενεργειακού ισοζυγίου της Ευρώπης, η ανάγκη για διαφοροποίηση πηγών ενέργειας καθίσταται υπαρξιακή. Η Ελλάδα, που μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζε την ενεργειακή της εξάρτηση ως αδυναμία, τώρα τη μετατρέπει σε πλεονέκτημα. Και το πράττει όχι μόνο μέσω φυσικών υποδομών, αλλά και μέσω θεσμικών συνεργασιών. Ο άξονας Ελλάδας- Κύπρου- Ισραήλ, με την αμερικανική ομπρέλα, είναι το υπόδειγμα μιας πολυμερούς στρατηγικής που συνδυάζει ενέργεια, άμυνα, τεχνολογία και γεωπολιτική επιρροή.
Η σύνοδος «3+1» στην Αθήνα έρχεται να επισημοποιήσει αυτό το δίκτυο σχέσεων, καθώς η πολιτική αξία της συνάντησης κρίνεται σημαντική. Η Ουάσιγκτον στέλνει μήνυμα ότι στηρίζει ενεργά τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και βλέπει την Ελλάδα ως τον φυσικό ηγέτη ενός μπλοκ ενεργειακής συνεργασίας που περιλαμβάνει δημοκρατίες και φιλοδυτικά καθεστώτα. Είναι, με άλλα λόγια, μια «επένδυση εμπιστοσύνης» πέρα από το ενεργειακό δυναμικό και στους θεσμούς και τη γεωπολιτική αξιοπιστία της χώρας.
Φυσικά, υπάρχουν και οι προκλήσεις. Το αμερικανικό LNG, αν και προσφέρει ευελιξία και ενεργειακή ασφάλεια, έχει υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις χερσαίες ροές. Οι χώρες των Βαλκανίων, που αποτελούν τον κύριο αποδέκτη του, θα χρειαστούν ευρωπαϊκή στήριξη και επενδυτικά κίνητρα για να απορροφήσουν τις ποσότητες που θα διέρχονται μέσω ελληνικών τερματικών. Παράλληλα, η τεχνολογική και περιβαλλοντική διάσταση της μετάβασης, με την Ε.Ε. να επιταχύνει τους στόχους μηδενικών εκπομπών και απαιτεί η Ελλάδα να ισορροπήσει ανάμεσα στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το αν η ενεργειακή στρατηγική θα συνοδευτεί από επενδύσεις στην καινοτομία, στην αποθήκευση ενέργειας και στην ψηφιοποίηση των δικτύων, που ήδη συζητούνται τουλάχιστον από δύο ελληνικές κοινοπραξίες με τις αμερικανικές εταιρίες, την Atlantic See (των ΑΚΤΩΡ και ΔΥΠΑ) και τη Metlen του ομίλου Μυτιληναίου.
Πολιτικά, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη συγκυρία. Μετά από χρόνια κρίσεων, η εικόνα της Ελλάδας ως σταθερού και αξιόπιστου εταίρου της Δύσης ενισχύεται θεαματικά, και αυτό μπορεί να οπτικοποιηθεί πλεόν. Η παρουσία Γκιλφόιλ δε, με το έντονο πολιτικό της προφίλ και τις στενές σχέσεις με τον αμερικανικό συντηρητικό χώρο, λειτουργεί ως καταλύτης για μια νέα περίοδο αμερικανικής εμπλοκής στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. Η Ουάσιγκτον επιβεβαιώνει πως βλέπει την Αθήνα αντί για περιφερειακό παρατηρητή, ως στρατηγικό σύμμαχο με ενεργό ρόλο σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας, ναυσιπλοΐας και τεχνολογικής συνεργασίας. Αυτό από μόνο του αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού στην περιοχή.
Η γεωπολιτική σημασία των ημερών δεν περιορίζεται στα ενεργειακά. Η παρουσία τόσων αμερικανών αξιωματούχων στην Αθήνα αποτελεί μήνυμα σταθερότητας προς την ευρύτερη περιοχή. Σε μια εποχή όπου οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή αναδεικνύουν τη σημασία των ενεργειακών ροών ως εργαλείου εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα βρίσκεται για πρώτη φορά σε θέση να καθορίζει –όχι απλώς να ακολουθεί– τις εξελίξεις. Είναι η χώρα που συνδέει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ με τον ενεργειακό σχεδιασμό της Ε.Ε. και που ταυτόχρονα διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με χώρες της περιοχής που δεν συμμερίζονται πάντα τις δυτικές προσεγγίσεις.
Η Αθήνα αυτής της εβδομάδας μπορεί να εμφανιστεί ως ο καθρέφτης μιας νέας αυτοπεποίθησης. Η Ελλάδα, που άλλοτε ταλανιζόταν από οικονομική ανασφάλεια και διπλωματική στασιμότητα, αναδεικνύεται σήμερα σε «ενεργειακό διπλωμάτη» της Ευρώπης, σε διαμεσολαβητή συμφερόντων, σε χώρα-πλατφόρμα για την επόμενη φάση της πράσινης και γεωστρατηγικής μετάβασης. Αυτή η μετατόπιση πέρα από αποτέλεσμα διεθνών συγκυριών, είναι καρπός μιας συνειδητής πολιτικής επιλογής σταθερότητας, επενδύσεων και σταθερής προσήλωσης στις δυτικές συμμαχίες.
Η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το γεωπολιτικό της πλεονέκτημα με όρους διαρκούς ανάπτυξης, με τη σύνδεση των εσόδων των υποδομών LNG με επενδύσεις στην έρευνα, στη ναυτιλία, στη βιομηχανία καθαρής ενέργειας και στη στρατηγική αποθήκευση. Αν το πετύχει, η «ενεργειακή απόβαση» των ΗΠΑ δεν θα μείνει ένα στιγμιότυπο, αλλά θα αποτελέσει την αφετηρία μιας νέας εποχής για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αλλά και για την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας.