Η διπλή γλώσσα της ισότητας: Ο αόρατος «προοδευτικός» ρατσισμός και τα «καλοπροαίρετα» κεκαλυμμένα στερεότυπα
Τη στιγμή που η γλώσσα της ισότητας και της προόδου έχει γίνει σχεδόν υποχρεωτική, μία νέα, πιο ύπουλη μορφή στερεοτύπων αναδύεται και βρίσκει εύφορο έδαφος χωρίς καμία προσπάθεια.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ότι οι προκαταλήψεις επιβιώνουν αλλά ότι καλύπτονται με ένα επίχρισμα καλοσύνης, ευγένειας και δήθεν ευαισθησίας.
Πλέον δεν μιλάμε για το «γυμνό» μίσος. Η συμπερίληψη έχει γίνει περισσότερο σύνθημα παρά στάση και όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε αφήσει πίσω στερεότυπα και προκαταλήψεις, στην πραγματικότητα, αναπαράγουμε έναν ρατσισμό «καλών προθέσεων», ο οποίος εμφανίζεται μεταμφιεσμένος σε θετική προβολή.
Τρία μοτίβα ξεχώρισαν την εβδομάδα που πέρασε και συγκεκριμένα, αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος πλαισίωσης που «έπαιξαν» σε πρωτοσέλιδα και εκπομπές.
Το «φαινόμενο» Μαμντάνι – Όταν το επίκεντρο γίνεται η ταυτότητα
Είναι το γνωστό αφήγημα «ο πρώτος μουσουλμάνος που…», «ο πρώτος έγχρωμος που…» και ούτω καθεξής.
Όσο θετικές και αν φαίνονται οι προθέσεις, στην πράξη η ταυτότητα μετατρέπεται στο κεντρικό αξιοθέατο. Αντί να αναδεικνύεται το επίτευγμα, ο αγώνας, η επαγγελματική αρτιότητα, τα φώτα στρέφονται στην «ιδιαιτερότητα».
Η αόρατη υπόθεση; Ότι το γεγονός πως πέτυχε κάποιος από μια μειονότητα είναι από μόνο του αξιοσημείωτο. Σαν να χρειάζεται ειδική μνεία όταν συμβαίνει απλώς το αυτονόητο: ένα άτομο κάνει καλά τη δουλειά.
Το «μοτίβο» Γκίλφοϊλ – Η εμμονή με το σώμα και την εμφάνιση
Το δεύτερο μοτίβο εμφανίζεται κυρίως όταν η ιστορία αφορά γυναίκα. Αντί να συζητάμε για την παρέμβασή της, τη θέση της, την ουσία όσων είπε ή έκανε, καταλήγουμε στο «τι φόρεσε η Γκίλφοϊλ», «αν ήταν κατάλληλο», «αν ήταν υπέρλαμπρο» ή «αν ήταν αρκετά σοβαρό».
Είναι η ίδια παλιά ιστορία: Η γυναίκα ως εικόνα. Ακόμη κι όταν τα μέσα ενημέρωσης νομίζουν ότι την επαινούν, στην πραγματικότητα την αναλύουν σαν βιτρίνα. Και η συζήτηση εκτροχιάζεται από το περιεχόμενο στο περιτύλιγμα.
Η «εξαίρεση» Καρακάση – Η πρωτιά που «καταπίνει» την αξία
Εδώ, τα μέσα έσπευσαν να αναδείξουν ότι κάποια είναι «η πρώτη γυναίκα χειρουργός που πραγματοποίησε μεταμόσχευση ήπατος», η πρώτη γυναίκα σε ανδροκρατούμενο κλάδο. «Πέτυχε ένα σημαντικό ορόσημο», σχολιάστηκε.
Και πάλι φαίνεται θετικό. Και πάλι είναι παγίδα. Το επίτευγμα γίνεται είδηση όχι γιατί είναι εξαιρετικό, αλλά γιατί μια γυναίκα το έκανε.
Η «πρωτιά» παρουσιάζεται ως εξαίρεση, αποκαλύπτοντας – συχνά άθελά τους – ότι το ίδιο το σύστημα παραμένει άνισο. Η συζήτηση τελειώνει στο συμβολισμό και δεν φτάνει ποτέ στις δομικές δυσκολίες, τις διακρίσεις, το πώς και το γιατί χρειάστηκε τόσο καιρό να εμφανιστεί αυτή η «πρώτη».
Η τοξικότητα του «καλοπροαίρετου» φακού
Από όλες αυτές τις περιπτώσεις, ένα συμπέρασμα ξεπηδά αβίαστα: Η καλοσύνη δεν είναι πάντα αθώα.
Ένας φαινομενικά θετικός τίτλος μπορεί να αναπαράγει στερεοτυπικά αφηγήματα με τρόπο που το ωμό μίσος ποτέ δεν θα κατάφερνε. Διότι η «προοδευτική» προβολή είναι πιο δύσκολο να αμφισβητηθεί. Φαντάζει υποστηρικτική ενώ συχνά συντηρεί την ανισότητα.
Οι λέξεις «πρώτος», «διαφορετικός», «ιδιαίτερη», «τολμηρή εμφάνιση», «πρωτοφανές» λειτουργούν σαν φακός που μεγεθύνει το «άλλο» αντί να το κανονικοποιεί.
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά
Αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά για ισότητα, πρέπει να αλλάξουμε φακό. Να σταματήσουμε να θεωρούμε ότι η ταυτότητα είναι η είδηση. Να αντιμετωπίζουμε τις γυναίκες ως υποκείμενα με περιεχόμενο, όχι ως εικόνες.
Να πάψουμε να θαυμάζουμε «πρωτιές» και να αρχίσουμε να διερωτόμαστε γιατί άργησαν τόσο. Και, πάνω απ’ όλα, να σταματήσουμε να επαινούμε με τρόπο που εξαιρεί αντί να συμπεριλαμβάνει.
Η πραγματική πρόοδος δεν είναι να μιλάμε για την πρώτη γυναίκα που έκανε κάτι. Είναι να μη χρειάζεται να τονίσουμε ποτέ ξανά ότι τη διαφορά την κάνει ότι είναι γυναίκα.