Η διπλή αφήγηση της Ελλάδας: Από την αυταπάτη της «Ιθάκης» στη ρεαλιστική πορεία της «Μεγάλης Επιστροφής»
Πώς δύο βιβλία για καθοριστικές στιγμές της δεκαετίας σκιαγραφούν αντίθετες εικόνες διεθνούς κύρους και πολιτικής ευθύνης
Η συγκυρία φέρνει στις γιορτινές προθήκες των βιβλιοπωλείων δύο βιβλία που μπορούν να εξηγήσουν με μεγάλη ενάργεια τη δεκαετία της κρίσης. Και δίνεται η ευκαιρία στους αναγνώστες να κάνουν τις απαραίτητες συγκρίσεις και να βγάλουν τα πιο χρήσιμα συμπεράσματα και για το παρελθόν, να καταλάβουν το παρόν και να αποφασίσουν πιο ώριμα για το μέλλον. Στη τελευταία δεκαετία, το 2015 παραμένει ένα ορόσημο που εξακολουθεί να καθορίζει τη δημόσια μνήμη και τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από εκείνη την περίοδο τόσο περισσότερο αναζητούμε ερμηνείες και αφηγήσεις που να φωτίζουν όχι μόνο το τι συνέβη αλλά και το πώς αντιλαμβανόμαστε συλλογικά το παρόν και πως θα πρέπει να αντικρύσουμε το μέλλον.
Η συζήτηση αναζωπυρώνεται μέσα από δύο πρόσφατες εκδόσεις. Από τη μία στην «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα έχουμε μια απόπειρα ανασυγκρότησης του επεισοδίου της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015 και την μετέπειτα πορεία της διακυβέρνησης σχεδιασμένη με έντονη διάθεση αυτοπροστασίας. Από την άλλη τη «Μεγάλη Επιστροφή» του Αλέξη Πατέλη, βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταγραφή της μετά το 2019 προσπάθειας αποκατάστασης της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας. Η αντιπαραβολή των δύο βιβλίων φανερώνει δύο διαφορετικές λογικές για το τι σημαίνει διεθνής θέση της Ελλάδας και κυρίως για το πώς οικοδομείται το κύρος μιας χώρας.
Η «Ιθάκη» παρουσιάζει την περίοδο της διαπραγμάτευσης μέσα από ένα πρίσμα έντονου συναισθηματισμού και τελικά, αυτό-ηρωοποίησης. Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να ανασκευάσει τις επιλογές του ως αναγκαίες κινήσεις μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Δίνει έμφαση στους εξωτερικούς περιορισμούς παρουσιάζοντας τις αντιδράσεις των εταίρων με όρους σχεδόν δραματικούς και προβάλλει την προσωπική του εμπειρία ως καταλύτη κατανόησης της περιόδου, απέναντι σε ένα άπειρο και ιδεοληπτικό επιτελείο συνεργατών που ο ίδιος βέβαια επέλεξε. Το βιβλίο δείχνει διάθεση να ανασυνθέσει την εικόνα του ηγέτη που βρέθηκε απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις ενώ προσπαθούσε να υπηρετήσει ένα συλλογικό όραμα, μόνος απέναντι σε όλους.
Αυτή η αφήγηση όμως αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ουσιαστικό ζήτημα που αφορά το κόστος εκείνης της περιόδου. Η επιδείνωση της οικονομικής σταθερότητας η απομάκρυνση επενδυτών η απώλεια εμπιστοσύνης στις αγορές και οι εντάσεις στις σχέσεις με τους ευρωπαίους εταίρους υποβαθμίζονται συστηματικά. Στην πραγματικότητα η διεθνής εικόνα της χώρας βρέθηκε σε κρίσιμο σημείο και η αξιοπιστία της δοκιμάστηκε ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Η “Ιθάκη” προκρίνει μια οπτική που μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια ανασύστασης ενός προσωπικού πολιτικού μύθου παρά με ειλικρινή αποτίμηση των τεκταινομένων.
Στον αντίποδα, το βιβλίο του άλλου Αλέξη, του Πατέλη εστιάζει στην περίοδο μετά το 2019 όταν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχείρησε να ξαναχτίσει τη σχέση της χώρας με τους διεθνείς θεσμούς, τις αγορές και τους επενδυτές. Ο Πατέλης ως οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού καταγράφει το πώς η κυβέρνηση προσπάθησε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία που είχε τραυματιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Εξηγεί τη σημασία της θεσμικής συνέχειας της σταθερότητας της τεχνοκρατικής αντίληψης στη χάραξη πολιτικής και της συστηματικής δουλειάς στη διπλωματία και την οικονομία. Η δική του αφήγηση είναι προσανατολισμένη στο να τεκμηριώσει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης που οδήγησε σε επενδυτική βαθμίδα σε αυξανόμενες επενδύσεις και στη φιλοεπενδυτική εικόνα που άρχισε να συνοδεύει ξανά το όνομα της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο. Παρότι δεν λείπει η κυβερνητική οπτική το βιβλίο παρουσιάζει μια περισσότερο ρεαλιστική καταγραφή γεμάτη τεχνοκρατικές λεπτομέρειες που προσφέρουν εικόνα μιας χώρας που προσπαθεί να επανενταχθεί στον πυρήνα της ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Η παράλληλη ανάγνωση των δύο βιβλίων αποκαλύπτει μια ευρύτερη συζήτηση για την ταυτότητα της χώρας. Η «Ιθάκη» αρθρώνει έναν λόγο εσωστρεφή που επενδύει στην αφήγηση της πολιτικής δοκιμασίας. Η «Μεγάλη Επιστροφή» από την άλλη αντιλαμβάνεται το κύρος ως προϊόν διαρκούς τεχνικής προετοιμασίας συστηματικότητας και πολιτικής σοβαρότητας. Η πρώτη αναζητά δικαίωση μέσα από τη δραματοποίηση του παρελθόντος και απόδοσης της ευθύνης σε όλους τους άλλους ενώ η δεύτερη προβάλλει τη σταδιακή ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης μέσα από ρεαλιστική προσέγγιση. Αυτή η σύγκρουση δεν αφορά μόνο δύο πολιτικούς ή δύο βιβλία. Αφορά δύο τρόπους με τους οποίους η Ελλάδα αφηγείται τον εαυτό της. Ο ένας προσφέρεται στη συναισθηματική διαχείριση της μνήμης ο άλλος στην ψύχραιμη αποτίμηση των διεθνών ισορροπιών.
Σε μια εποχή όπου η χώρα χρειάζεται σταθερή διεθνή παρουσία και αξιοπιστία η συζήτηση που προκύπτει από τις δύο εκδόσεις είναι κρίσιμη. Η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό διαμορφώνεται από πράξεις όχι από αφηγήσεις που αναπλάθουν πολιτικά λάθη. Στο τέλος η πραγματική “Ιθάκη” για τη χώρα ίσως να βρίσκεται πιο κοντά στη διαδρομή της “Μεγάλης Επιστροφής”. Μιας πορείας που δεν στηρίζεται στην αναπόληση ενός δραματικού παρελθόντος αλλά στην υπομονετική οικοδόμηση διεθνούς κύρους με σταθερά βήματα και καθαρή στρατηγική.
Η σύγκριση των δύο βιβλίων λειτουργεί τελικά σαν προανάκρουσμα για τις εκλογές που έρχονται σε περίπου δεκαοχτώ μήνες. Από τη μία υπάρχει μια αφήγηση που επιχειρεί να εδραιώσει μια πορεία συνέχειας, θεσμικής κανονικοποίησης και διεθνούς αξιοπιστίας, με έμφαση την τεχνοκρατική επάρκεια παρά τα λάθη και τις αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν σε μια κυβερνητική θητεία. Από την άλλη μια απόπειρα πολιτικής επανεμφάνισης που στηρίζεται στην αναβίωση του 2015 ως προϊόν ατυχών συγκυριών και κακών συμβούλων. Το αν οι ψηφοφόροι φαίνεται πως θα επιλέξουν τη μία ή την άλλη εκδοχή δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής προτίμησης αλλά και συλλογικής μνήμης. Τα δύο βιβλία προσφέρουν το υλικό αυτής της μνήμης και τη μετατρέπουν σε πολιτικό καθρέφτη. Αυτός ο καθρέφτης δείχνει καθαρά ότι η χώρα έχει αλλάξει και ότι η θέση της στον κόσμο αποτελεί πλέον κεντρικό κριτήριο αξιολόγησης των πολιτικών που ζητούν εκ νέου την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Η αναζήτηση της δικαιοσύνης σε μια ρευστή ειρήνη για την Ουκρανία