H τελματωμένη COP30 και η επιστροφή του ρεαλισμού: Γιατί η Συμφωνία του Παρισιού δοκιμάζεται ξανά

H τελματωμένη COP30 και η επιστροφή του ρεαλισμού: Γιατί η Συμφωνία του Παρισιού δοκιμάζεται ξανά
COP30 President Andre Correa do Lago (C), of Brazil, attends the closing COP30 plenary session at the Hangar Convention Center in Belem, Brazil, 22 November 2025. The 30th United Nations (UN) Climate Change Conference (COP30) went into overtime on 22 November. EPA/ANDRE BORGES

Η έλλειψη ηγεσίας, οι γεωπολιτικές πιέσεις και το δύσκολο μέλλον της πράσινης μετάβασης.

Η διεθνής διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, COP30, ολοκληρώθηκε σε μια χρονική στιγμή όπου η συζήτηση για το κλίμα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή αντίφαση. Από τη μία, η επιστήμη είναι σαφέστερη από ποτέ για την ανάγκη άμεσης δράσης και από την άλλη, η διεθνής πολιτική συγκυρία έχει βυθιστεί σε ένα κλίμα ανασφάλειας, αναδίπλωσης και επιστροφής σε παλαιές ενεργειακές βεβαιότητες που θεωρητικά είχαμε συμφωνήσει να εγκαταλείψουμε. Η δεύτερη εκλογή Donald J. Trump δεν αποτελεί απλώς πολιτικό γεγονός των ΗΠΑ, αλλά συνιστά βαθιά γεωπολιτική μετατόπιση, με άμεσες επιπτώσεις στις παγκόσμιες κλιματικές δεσμεύσεις. Οι αποφάσεις COP30, αναπόφευκτα, αντανακλούν αυτήν τη νέα πραγματικότητα.

Μια συμφωνία που διασώζει την αναγκαιότητα της διεθνούς συνεργασίας

Παρά τα σοβαρά εμπόδια, το COP30 δεν υπήρξε άγονη διαδικασία. Η διάσκεψη δημιούργησε «νέες ευκαιρίες για την παγκόσμια συνεργασία προς τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού», έστω και αν δεν επέτρεψε πλήρη ρεαλιστική εφαρμογή. Η διαπραγματευτική προσπάθεια έφτασε πιο κοντά από ποτέ στην υιοθέτηση ενός οδικού χάρτη που θα έθετε σαφείς στόχους για την ενεργειακή μετάβαση, με δεκάδες κράτη να υποστηρίζουν τέτοια πρωτοβουλία. Επίσης, η διάσκεψη ανέδειξε τα προβλήματα χρηματοδότησης και πρόσβασης στην πράσινη ενέργεια για τις αναπτυσσόμενες χώρες, ένα ζήτημα που μέχρι τώρα συχνά αγνοούνταν. Η COP30, με αυτόν τον τρόπο, έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη ανακατανομής πόρων και δίκαιης διεθνούς συνεργασίας.

Παράλληλα, το γεγονός ότι ενώθηκαν ξανά περίπου 200 χώρες σε διαπραγματεύσεις  έστω με πολλές αντιφάσεις και διαφωνίες, δείχνει πως το πολυμερές πλαίσιο δεν έχει καταρρεύσει. Για όσους πιστεύουν στην παγκόσμια συνεργασία ως αναγκαίο εργαλείο αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, αυτό συνιστά τουλάχιστον ένα ελάχιστο θετικό σημάδι, μιας και η προσπάθεια δεν εγκαταλείπεται.

Η επιστροφή στην πραγματικότητα των ορυκτών καυσίμων

Όμως τα προβλήματα είναι βαθιά και κρίσιμα. Το μείζον ζήτημα που τάραξε τις διαπραγματεύσεις ήταν το μέλλον των ορυκτών καυσίμων. Παρά το γεγονός ότι στην προηγούμενη COP (COP28) είχε υπάρξει συμφωνία για «μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα», δύο χρόνια μετά αυτή η ιδέα παραμένει ουσιαστικά στα χαρτιά. Στην COP30, ενώ πολλαπλά κράτη υποστήριξαν έναν οδικό χάρτη με σαφείς στόχους μετάβασης, οι πιέσεις από πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, απέτρεψαν την ψήφιση του χάρτη. Το τελικό κείμενο δεν περιλαμβάνει καν τέτοια αναφορά. Έτσι, για πολλές κυβερνήσεις ειδικά σε φτωχότερες χώρες τα ορυκτά καύσιμα συνεχίζουν να φαίνονται ως η φθηνότερη, πιο άμεση λύση ενεργειακής κάλυψης, ιδιαίτερα όταν οι πόροι για μετάβαση σε πράσινη ενέργεια δεν είναι εξασφαλισμένοι.

Επιπλέον, οι τομείς των βιώσιμων καυσίμων (βιοκαύσιμα, υδρογόνο κ.λπ.) και της πράσινης βιομηχανίας παραμένουν σε πρώιμη φάση, με το υψηλό κόστος και η αβέβαιη ζήτηση έχουν φρενάρει πολλές επενδύσεις. Η αγορά άνθρακα, που είχε εμφανιστεί ως πιθανός μηχανισμός μείωσης εκπομπών, επίσης δεν έχει υλοποιηθεί με τρόπο που να εμπνέει εμπιστοσύνη, ενώ οι προστατευτισμοί, οι εμπορικοί περιορισμοί και η αντίδραση χωρών με οικονομικά συμφέροντα στον άνθρακα την καθιστούν δύσκολη επιλογή.

Ακόμη πιο ανασταλτικό είναι το γεγονός ότι τα προβλήματα χρηματοδότησης παραμένουν άλυτα για τις πιο φτωχές χώρες, αυτές εκτιμάται ότι θα χρειαστούν έως και 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για να υλοποιήσουν τις εθνικές τους κλιματικές στρατηγικές μέχρι το 2035, ποσό που ελάχιστες κυβερνήσεις μπορούν να εγγυηθούν.

Η πολιτική σκιά πάνω από το κλίμα

Δεν μπορεί κανείς να υποτιμήσει τον ρόλο της πολιτικής και ειδικότερα την επιρροή της νέας αμερικανικής ηγεσίας στο αποτέλεσμα του COP30. Σε μια εποχή όπου η διεθνής πράσινη ατζέντα είχε ήδη να αντιμετωπίσει κύματα λαϊκισμού, ενεργειακής ανασφάλειας και γεωπολιτικών συγκρούσεων, η επιστροφή των ΗΠΑ με ηγεμονική αλλά ανασφαλή στάση στη διεθνή σκηνή προσθέτει ένα νέο στοιχείο ρευστότητας.

Ο φόβος είναι ότι η απουσία ηγεσίας από μια χώρα–υπερδύναμη, σε συνδυασμό με τη δύναμη των πετρελαιοπαραγωγών και των ενεργειακών λόμπι, θα οδηγήσει σε στασιμότητα ή ακόμη χειρότερα, σε υποχωρήσεις. Αυτό δεν είναι θεωρητικό καθώς η COP30 έγινε πιο δύσκολο να υιοθετήσει δεσμευτικές αποφάσεις για τα ορυκτά καύσιμα, ακριβώς γιατί κάποιοι κρατούν τα συμφέροντά τους πολύ πιο στενά από τον πλανήτη.

Επιπλέον, η αδυναμία των φτωχών κρατών να εξασφαλίσουν πόρους για πράσινη μετάβαση, σε συνθήκες διεθνούς ενεργειακής αναταραχής και αβεβαιότητας στις αγορές, δημιουργεί σοβαρό ζήτημα δίκαιης μετάβασης, το οποίο πάλι κινδυνεύει να θυσιαστεί στον βωμό του «παγκόσμιου ρεαλισμού».

Μήπως το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει;

Η μεγαλύτερη ανησυχία που γεννά το COP30 δεν αφορά τις τεχνικές πτυχές των συμφωνιών, αλλά το ίδιο το μέλλον της παγκόσμιας συζήτησης για το κλίμα και ο «μακρύς δρόμος» προς τους στόχους του Παρισιού δεν είναι απλώς σταθερά ανοδικός, αλλά και γεμάτος εμπόδια, αντιφάσεις και πιέσεις από συμφέροντα.

Μήπως πλησιάζουμε σε ένα σημείο καμπής, όπου η πολιτική βούληση θα καταστεί ανεπαρκής απέναντι στην επιτάχυνση των φαινομένων; Μήπως η «κλιματική κόπωση» των κοινωνιών, η άνοδος του κλιματικού σκεπτικισμού, αλλά και οι αναβιώσεις εθνικιστικών ή κυνικών προσεγγίσεων, θα δυσκολέψουν την ουσιαστική πρόοδο;

Το COP30 έδειξε ότι ακόμη υπάρχει χώρος για συνεννόηση, αλλά ταυτόχρονα ότι ο χρόνος για πραγματική δράση λιγοστεύει. Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει αν θα ζήσουμε τη μετάβαση ως οργανωμένη, συλλογική επιλογή, ή ως αναγκαστική, επώδυνη προσαρμογή. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος: να αφήσουμε το μέλλον να συμβεί, αντί να μπορέσουμε να το διαμορφώσουμε.