Φεστιβάλ Επταπυργίου: Όταν η μουσική έγινε σώμα, ανάμνηση και φωνή για όσους δεν έχουν
Μία βραδιά μέσα στο Επταπύργιο, όπου η μουσική έγινε σώμα, φως και φωνή για όσους δεν ακούγονται – μια μυσταγωγία καρδιάς και συνείδησης.
Χρειάστηκε μία μοναδική στιγμή για να μεταμορφωθεί η σκηνή σε τελετουργία ψυχής, μελωδίας και αντίστασης, στέλνοντας ένα δυνατό, ανθρώπινο μήνυμα απέναντι στον πόλεμο και τη λήθη.
Δεν ξέρω αν ήταν ο χώρος, η ώρα, η σελήνη που έγερνε πάνω από το Επταπύργιο, ή απλώς η ανάγκη μας για κάτι αληθινό. Ξέρω όμως πως εκείνη η βραδιά με τον Γιάννη Χαρούλη και τους Bodyterranean δεν ήταν απλώς μια παράσταση — ήταν μια εμπειρία που μπήκε κατευθείαν μέσα στο δέρμα. Κι όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και για το βάρος της. Ένα βάρος γλυκό, ευγενικό, μα και επιτακτικό: το βάρος της ευθύνης να μην κοιτάμε αλλού.
Από την πρώτη στιγμή, η ατμόσφαιρα μύριζε κάτι πιο βαθύ από συναίσθημα. Υπήρχε μια ηλεκτρική σιωπή ανάμεσα στις νότες —σαν κάτι να ερχόταν— και όταν ήρθε, δεν ήταν μουσική. Ήταν το μήνυμα. Ήταν η στιγμή που η παράσταση μετατράπηκε σε πράξη πολιτικής συνείδησης. Με φόντο τον πέτρινο όγκο του Επταπυργίου, το φως έπεσε πάνω στις λέξεις: για τα παιδιά της Παλαιστίνης, για την ωμότητα του πολέμου, για την απουσία του αυτονόητου.
Η τέχνη δεν είναι ποτέ ουδέτερη, κι εκείνο το βράδυ δεν το προσπέρασε. Xωρίς κραυγές αλλά με μια καθαρότητα που δύσκολα ξεχνιέται, μας κοίταξαν όλους στα μάτια και μας θύμισαν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Πέρα από σύνορα, πέρα από ιδεολογίες. Μίλησαν αλλά χωρίς να λένε περίσσια, με τρόπο γήινο, βαθιά ανθρώπινο — όχι για να “πολιτικολογήσουν”, αλλά για να δώσουν φωνή σε εκείνους που βομβαρδίζονται στη σιωπή.
Η μουσική εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να λυγίζει. Να χάνει για λίγο τον ρυθμό της, για να σταθεί με σεβασμό απέναντι στον πόνο. Κι ύστερα, σαν από ένστικτο, ξανάρχισε — πιο δυνατή, πιο συλλογική. Ήταν σα να έπαιζε όχι πια για διασκέδαση, αλλά για μνήμη. Για αξιοπρέπεια. Για τα παιδιά που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ. Για να μη συνηθίσουμε την αγριότητα.
Και κάπως έτσι, με τον Χαρούλη και τους Bodyterranean να στέκονται σαν μεσολαβητές ανάμεσα στο τραγούδι και την αλήθεια, η βραδιά έγινε κάτι περισσότερο από μελωδική. Έγινε μεθυστική, σχεδόν εκστατική — όχι από ξέφρενο ενθουσιασμό, αλλά από εκείνη τη βαθιά συγκίνηση που νιώθεις όταν η τέχνη αγγίζει την καρδιά και τη συνείδηση μαζί.
Έφυγα σιωπηλά. Δεν ήθελα να πω τίποτα, να μη χαλάσω τη σαγήνη. Μα κρατάω κάτι από εκείνη τη νύχτα. Όχι μόνο ήχους και φως, αλλά και την ανάγκη να θυμάμαι. Να μιλώ όταν πρέπει. Να στέκομαι, έστω για λίγο, στο πλευρό εκείνων που δεν έχουν πού να σταθούν. Γιατί, τελικά, ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική μελωδία: αυτή που μας δένει με τον κόσμο, κι ας πονάει.