Ας συγκρίνουμε λοιπόν τους δύο επιφανέστερους
Μετά τρία χρόνια, Μητσοτάκης και Τσίπρας ξανά διασταύρωσαν τα ξίφη τους στη ΔΕΘ, αναδεικνύοντας ομοιότητες και διαφορές.
Μετά την έναρξη της 89ης ΔΕΘ, πιστεύω πως είναι μια καλή στιγμή για να (ξανά)συγκρίνουμε τους κυρίαρχους σήμερα πολιτικούς άνδρες. Επιλέγω τους Μητσοτάκη – Τσίπρα επειδή φρονώ πώς το μέλλον της κεντροαριστεράς δεν ανήκει στον Ανδρουλάκη· ο Κρητικός δεν μπορεί να συνομιλήσει με νεαρά κοινά, δεν έχει διασυνδέσεις εντός και εκτός Ελλάδας, δεν έχει να επιδείξει οποιαδήποτε κυβερνητική εμπειρία. Εκτός τρομερού απροόπτου, το ορατό μέλλον του εξαντλείται σε ρόλο εταίρου εντός νέας συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ας ξεκινήσουμε από τον Τσίπρα. Η ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, στο συνέδριο του Economist, ενός μέσου διεθνώς αποδεκτού, σίγουρα του προσέδωσε κύρος. Δεν έκανε το σφάλμα να μιλήσει αγγλικά, αν και ήταν κάπως αστεία η αναφορά του σε νέο πατριωτισμό, δηλαδή σε μια ατάκα του Κυριάκου Μητσοτάκη όταν είχε πρωτογίνει αρχηγός της ΝΔ. Πάντως ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξέπεμπε σοβαρότητα, προσφέροντας αληθοφάνεια σε πρόσφατο γκάλοπΜετά το συνέδριο του Economist και την ομιλία του πρωθυπουργού, πιστεύω πως είναι μια καλή στιγμή για να (ξανά)συγκρίνουμε τους κυρίαρχους σήμερα πολιτικούς άνδρες. Επιλέγω αυτους τους Μητσοτάκη – Τσίπρα επειδή φρονώ πώς το μέλλον της κεντροαριστεράς δεν ανήκει στον Ανδρουλάκη· ο Κρητικός δεν μπορεί να συνομιλήσει με νεαρά κοινά, δεν έχει διασυνδέσεις εντός και εκτός Ελλάδας, δεν έχει να επιδείξει οποιαδήποτε κυβερνητική εμπειρία. Εκτός τρομερού απροόπτου, το ορατό μέλλον του εξαντλείται σε ρόλο εταίρου εντός νέας συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Εκεί εμφανιζόταν σχετικά κοντά στον Μητσοτάκη ως προς την καταλληλότητα για πρωθυπουργός.
Ο Αλέξης ευτυχώς δεν είπε τα παλιά περί αναδιανομής του πλούτου και ανάπτυξης μέσω αυξήσεων στο Δημόσιο. Επίσης έδειξε να αναγνωρίζει πλέον την αξία και των ιδιωτικών κεφαλαίων και της εθνικής άμυνας. Είναι βέβαια άγνωστο κατά πόσον τα εννοούσε, ή αν απλώς τα είπε για να προσεταιριστεί το κεντρώο ακροατήριο. Πάντως δεν απέφυγε την επανάληψη περίεργων απόψεων, όπως αυτή για την… πατριωτική φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών, χωρίς να είναι ξεκάθαρο τι εννοούσε. Επιμένει στην γνώριμη ΣΥΡΙΖΑϊκή ερμηνεία του όρου πλούσιος, που στην πραγματικότητα σήμαινε μεσοαστός; Παρεμπιπτόντως, οι υπερπλούσιοι δεν θα στεναχωριώνταν ιδιαίτερα από νέα φορολογικά βάρη: ήδη διαθέτουν εξαιρετικούς τρόπους για να κρύβουν την περιουσία τους σε δαιδαλώδη νομικά πρόσωπα.
Σε εποχή όπου οι καλοί εργαζόμενοι είναι περιζήτητοι, άλλη εμμονή του είναι οι…προκρούστειες συλλογικές συμβάσεις εργασίας· οι συγκεκριμένες υπήρξαν ανέκαθεν εις βάρος όσων δεν συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, δηλαδή των μικρών επιχειρηματιών (οι επικεφαλής των παραγωγικών φορέων είναι παραδοσιακά μεγάλοι) και είναι γνωστή η αρνητική επίδραση τους στην εθνική παραγωγικότητα. Τέλος, κατέθεσε ξανά προτάσεις για Τρίτο Δρόμο στην εξωτερική πολιτική, όταν σήμερα ο μόνος σοβαρός σύμμαχός μας στα ελληνοτουρκικά είναι το Ισραήλ. Ακόμη και οι ΗΠΑ του Τραμπ είναι πιο αξιόπιστες από την ευρωπαϊκή Βαβέλ, η Κίνα δεν λειτουργεί τυχοδιωκτικά, η δε Ρωσία έδειξε το ποιόν της έναντι των στενών συμμάχων της στη Μέση Ανατολή. Άραγε αυτά τα λέει για να τα ακούει το αριστερό ακροατήριο, ή απλώς παραμένει ανεπίδεκτος μαθήσεως;
Από την άλλη, από το βήμα της ΔΕΘ ο ένοικος του Μαξίμου μας δήλωσε πως θα προχωρήσει σε νέα δημοσιονομικά μέτρα, ώστε να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά, και ειδικά οι νέες οικογένειες. Πέραν του ότι η ασταμάτητη παραγωγή φορολογικής νομοθεσίας δεν ταιριάζει σε κράτος που θέλει να θεωρείται σοβαρό, οι -ευπρόσδεκτες- εξαγγελθείσες ελαφρύνσεις θα ευνοήσουν κατανάλωση, όμως με κίνδυνο να χαθούν τα όποια οφέλη λόγω των ολιγοπωλίων στη λιανική και στα βασικά είδη. Για να αυξηθεί το μέσο διαθέσιμο εισόδημα η Ελλάδα χρειάζεται καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίες σε επιχειρήσεις με υψηλή παραγωγικότητα. Αυτές πάλι προϋποθέτουν ευνοϊκό περιβάλλον, άνετη χρηματοδότηση και κατάλληλο προσωπικό, ώστε να εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος παραγωγής εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών. Αν εξαιρέσουμε τον ενεργειακό χάρτη (θα έπρεπε να υπάρχει πριν την πώληση του ΑΔΜΗΕ), δεν ακούσαμε κάτι σχετικό για την πολυπόθητη ανάκτηση της από εικοσαετίας χαμηλής μας ανταγωνιστικότητας. Για να μην παρεξηγηθώ, καταγράφεται υπαρκτή και αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών, όμως ως τώρα αφορά κυρίως αγαθά χαμηλής προστιθέμενης αξίας, για τα οποία δεν βλέπουμε να γίνονται νέες επενδύσεις.
Τουλάχιστον αμφότεροι συμφωνούν σε ζητήματα αυτονόητα: Στην προσέλκυση ιδιωτικών ξένων επενδύσεων στη μεταποίηση, στην περαιτέρω στήριξη της εξωστρέφειας και της καινοτομίας, και στην αύξηση της παραγωγικότητας του αγροδιατροφικού τομέα. Ωστόσο, κανείς τους δεν μας λέει το πώς, επτά χρόνια μετά την επίσημη λήξη των μνημονίων.
Συμπέρασμα; Ο Τσίπρας τα λέει σαφώς καλύτερα από παλιά, όμως τον κατατρέχει το βαρύ παρελθόν του και η ανυπαρξία τεχνοκρατικού επιτελείου που θα εκτελέσει όσα τώρα υπόσχεται. Κυρίως όμως γεννά αμφιβολίες η προθυμία του να συγκρουστεί με αριστερίστικα θέσφατα: χωρίς ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση δεν θα αποκτήσουμε αρκετούς εργαζόμενους για μονάδες παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, χωρίς απολύτως ελεγχόμενη μετανάστευση δεν θα καλύψουμε κρίσιμα τεχνικά και χειρωνακτικά επαγγέλματα, χωρίς περισσότερη σύνδεση του ιδιωτικού τομέα με τα ΑΕΙ δεν θα παράγουμε πολύτιμο R&D, χωρίς απαλλαγή από προκαταλήψεις όσον αφορά τις εξορύξεις δεν θα ανεβάσουμε τη χώρα οικονομικά και γεωστρατηγικά.
Προς το παρόν ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να θεωρείται πιο αποτελεσματικός: έχει επιταχύνει την ψηφιοποίηση, έχει περιορίσει τα διοικητικά εμπόδια, έχει μειώσει φόρους, έχει φέρει μεγάλες επενδύσεις, έχει κάπως εξορθολογίσει τη λειτουργία της αγοράς. Εν τούτοις, τα έχει πάει άσχημα στη στήριξη της μικρής επιχειρηματικότητας, στην πάταξη της πολιτικάντικης διαφθοράς, και κυρίως στο πεδίο της αγοραστικής δύναμης των πολιτών (κοινώς, των ψηφοφόρων). Επιπρόσθετα, αν και έχει λάβει αμέτρητα υπομνήματα και έχει αναφέρει σε πλείστες ομιλίες του τι χρειάζεται να γίνει, παραμένει αδρανής, δίνοντας την εντύπωση ότι -για απροσδιόριστους λόγους- δεν έχει πάγκο ή/και θέληση. Αναπόφευκτα γεννάται η σκέψη πως είτε κρατά ισορροπίες με παγιωμένα συμφέροντα εντός του κρατικού μηχανισμού, είτε έχει αφεθεί παθητικά στην καλή διάθεση λιγοστών… εκλεκτών να επενδύσουν στη χώρα. Πάντως το -εξ αρχής αόριστο- το Ελλάδα 2.0 έχει μείνει στα χαρτιά.
Το βέβαιο είναι ότι με τους τωρινούς ρυθμούς ανάπτυξης, ας ξεχάσουμε τη σύγκλιση με την υπόλοιπη ΕΕ. Σταδιακά θα βρεθούμε στον απόλυτο πάτο, κάτω και από τη Βουλγαρία, η οποία δεν υποδέχεται τουρίστες μα μεγάλες βιομηχανικές και αγροτικές επενδύσεις. Τουλάχιστον όταν μπει κι η Βόρεια Μακεδονία, θα βρεθούμε για λίγο ξανά προτελευταίοι. Όπως πάμε, μάλλον μόνη σωτηρία μας είναι οι υδρογονάνθρακες. Ούτε αυτούς όμως τολμάμε να τους βγάλουμε διότι φοβόμαστε την Τουρκία.
ΥΓ: Η χαλαρή κουβέντα Τζόνσον-Μαρινάκη στο Economist επίσης προκάλεσε συζητήσεις, ερμηνευόμενη ως ωμή παρέμβαση του μεγάλου κεφαλαίου στα πολιτικά πράγματα. Παραβλέπω την… καθησυχαστική άποψη κυβερνητικών στελεχών, ότι μόνος αξιόπιστος συνομιλητής των “ξένων” είναι ο Κυριάκος και γι αυτό είναι ο αγαπημένος τους. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, οι ίδιοι ξένοι θα έλεγαν στο… Βαγγέλα να κάτσει στ’ αυγά του. Ωστόσο, όσο κι αν μπορούν να επηρεάσουν πρόσωπα και πράγματα, οι ελίτ δεν είναι τόσο ισχυρές όσο πολλοί πιστεύουν. Τελικά κυριαρχούν οι μεγάλες τάσεις, και αυτές περισσότερο καθορίζονται από αρνητικές συγκυρίες ή από σφάλματα όσων κρατούν το τιμόνι, παρά από χειραγώγηση.