Αναπτυξιακή ρητορική, μικρό αναπτυξιακό αποτέλεσμα
Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη, η χώρα παραμένει παγιδευμένη σε χρόνιες στρεβλώσεις και θεσμικά ελλείμματα, χωρίς στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Απευθυνόμενος στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε τις επόμενες μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να τρέξει η κυβέρνηση. Από τις συνολικά 25, περίπου οι μισές σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οικονομική ανάπτυξη και με το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων.
Τι ακριβώς διαβάσαμε; Περαιτέρω μείωση της φοροδιαφυγής, στρατηγική για την προώθηση των εξαγωγών, μεταρρύθμιση στη λειτουργία των Πολεοδομιών, απλούστευση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και μείωση της γραφειοκρατίας, νομοθέτηση Αρχής Εποπτείας της Αγοράς, και ολοκλήρωση της κτηματογράφησης, μαζί με ψηφιοποίηση διαδικασιών για τις μεταβιβάσεις ακινήτων και τις χρήσεις γης. Κοινώς, πολλές μνημονιακές εκκρεμότητες.
Σε αυτές έχουν προστεθεί πρωτοβουλίες αναμενόμενες (ολοκλήρωση ΕΧΠ για ΑΠΕ–Τουρισμό–Βιομηχανία, αναβάθμιση της Ναυτικής Εκπαίδευσης) και πιο… φρέσκες (μη κρατικά πανεπιστήμια, νέο πλαίσιο για τις πράσινες τουριστικές εγκαταστάσεις, επιτάχυνση της διαδικασίας μετακλήσεων ξένων εργαζομένων). Με απλά λόγια, δεν βλέπουμε κάτι που να μας ξαφνιάζει ευχάριστα, κάτι που να μας γεννά αισιοδοξία.
Δικαιολογείται όμως η απαισιοδοξία; Μετά το 2019 είχαμε τα εξής: ονομαστική μεγέθυνση – κυρίως – των κατώτερων μισθών και εισοδημάτων, και μάλιστα όχι εξαιτίας εσωτερικής αναδιανομής· μείωση φορολογικών συντελεστών, ειδικά άμεσων φόρων και ΕΝΦΙΑ· αύξηση άμεσων ξένων επενδύσεων· θεαματική μείωση της ανεργίας, και περισσότερο εκείνης των νέων· συνολικό νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών, με αποτέλεσμα μικρότερο κόστος εξωτερικού δανεισμού· αυξημένες εξαγωγικές και τουριστικές ροές· επιβράδυνση – αν όχι αναστροφή – του brain drain· ραγδαία αποκλιμάκωση του ιδιωτικού χρέους. Σαν συνέπεια όλων αυτών, καταγράφηκε ανάπτυξη ύψους 2,4% το 2024, με τη φετινή πρόβλεψη να ξεπερνά και πάλι το 2%, πάνω από τον μέσο όρο των παλιών ενωσιακών κρατών.
Δυστυχώς, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι με τέτοιους αναπτυξιακούς ρυθμούς το χαμένο έδαφος της περιόδου 2010–2018 δεν πρόκειται να καλυφθεί. Οι δε ρυθμοί αποκλείεται να επιταχυνθούν εφόσον πάσχουμε από πανάκριβη ενέργεια, βραδύτατο ίντερνετ, ανεπάρκεια κατάλληλων εργαζομένων, μικρή ανταποδοτικότητα φόρων και θεσμική αναξιοπιστία. Υπό τους παρόντες όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για ευρωπαϊκή σύγκλιση, μα για απόκλιση, διότι η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη καλπάζουν. Και τα προβλήματα δεν εξαντλούνται στην αναιμική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τη Eurostat, οι Έλληνες έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων, είμαστε προτελευταίοι σε εργασιακή ικανοποίηση και σε αγοραστική δύναμη, και πρώτοι ως προς το ποσοστό του εισοδήματός μας που δαπανάται για πληρωμή στέγης. Την ίδια στιγμή, το τελευταίο κύμα φορολογικών και εργασιακών ρυθμίσεων έχει οδηγήσει απροσδιόριστο αριθμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στο λουκέτο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον αριθμό οφειλετών και ανέργων μεγάλης ηλικίας.
Παράλληλα, η οικοδομική δραστηριότητα επιβραδύνεται, η επιπλέον ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ δυσκολεύει και ο τουρισμός φτάνει στα όριά του. Κατά συνέπεια, καθίσταται πια επιτακτική η υλοποίηση ακριβών υποδομών και η εισαγωγή εργαζομένων (των οποίων το εισόδημα δεν μένει εδώ). Σαν… κερασάκι στην τούρτα, δεν αγγίζονται τα εμπορικά καρτέλ και η μεγάλη φοροδιαφυγή στις εισαγωγές (παράγοντες καθοριστικότατοι για τον πληθωρισμό στα βασικά είδη), ενώ αντί για υποχώρηση, παρατηρείται επέλαση του κρατικού υδροκεφαλισμού, απλώς ψηφιοποιημένου. Εν κατακλείδι, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά· η διαπίστωση αυτή δεν είναι στείρα αντιπολιτευτική, ούτε εκφράζεται μόνο από διαδικτυακούς οικονομολόγους. Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, οι πολίτες δεν θα ικανοποιηθούν με κοινότυπες υποσχέσεις, με μικροεπιδόματα και με -καθυστερημένη- κατάργηση καταχρηστικών τραπεζικών χρεώσεων.
Παρά το σλόγκαν «Ελλάδα 2.0», στιβαρό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν φαίνεται να υπάρχει. Δεν βελτιώνεται η δυνατότητα κάλυψης κενών θέσεων εργασίας από δικό μας κόσμο, δεν προσελκύονται βιομηχανικές και εξορυκτικές επενδύσεις, δεν καθίσταται πιο παραγωγικός ο αγροτικός τομέας, δεν διευκολύνεται θεαματικά η τραπεζική χρηματοδότηση καινοτόμων εγχειρημάτων. Η χώρα μας έχει λοιπόν καταφέρει κάτι μοναδικό: υποφέρει από τις αδυναμίες του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, ταυτόχρονα. Η ευρωπαϊκή Ελλάδα έχει αρχίσει να θυμίζει Νότια Αμερική.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στη Θεσσαλονίκη. Η επικείμενη(;) έλευση των McDonald’s στην Αριστοτέλους και οι άλλες τεκτονικές αλλαγές στο εμπόριο και στην κτηματαγορά έχουν οδηγήσει σε ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί να παραμένει στάσιμη, εκπέμποντας παρακμή και παραίτηση;
Στη πόλη μας δεν βρίσκονται αρκετοί αξιόχρεοι ή στοιχειωδώς ανταγωνιστικοί επιχειρηματίες για να απορροφήσουν περισσότερα χρήματα του Ταμείο Ανάκαμψης. Δεν εδρεύει άξιος λόγου αριθμός προμηθευτών του Δημοσίου. Δεν υπάρχει ικανοποιητικού μεγέθους τοπική αγορά. Δεν παράγουν σοβαρό πλούτο οι ερευνητικές δυνάμεις των πανεπιστημίων. Δεν έρχονται πολλοί ευκατάστατοι τουρίστες. Δεν γεφυρώνεται η απόσταση από τον Πειραιά στο πεδίο της διακίνησης κοντέινερ. Δεν προσφέρονται καλές προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης.
Πέρα όμως από τα παραπάνω υπαρκτά ζητήματα, η κύρια αιτία της κακοδαιμονίας είναι απελπιστικά απλή. Έχουμε κολλήσει επειδή η Θεσσαλονίκη είναι η φτωχή -δεύτερη σε μέγεθος- πόλη μιας φτωχής χώρας, με υπερσυγκεντρωτική οικονομία. Η αλήθεια αυτή δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω από το χαλί.